- ανορθωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -α1. αυτός που συντελεί ή επιδιώκει την ανόρθωση: Οι ανορθωτικές προσπάθειες στην παιδεία απέτυχαν.2. (φυσ.), «ανορθωτική λυχνία», αυτή που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ανορθωτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.