ανορθωτικός

ανορθωτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που συντελεί ή επιδιώκει την ανόρθωση: Οι ανορθωτικές προσπάθειες στην παιδεία απέτυχαν.
2. (φυσ.), «ανορθωτική λυχνία», αυτή που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ανορθωτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανόρθωση, ανορθωτής 2. αυτός που αναφέρεται στην ανόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”